( Σε συνέχεια προηγούμενης ανάρτησης Κουτί της Πανδώρας: Μπίζνες, κραυγές και ψίθυροι στον Άγιο Παντελεήμονα )
Μέσα στο λεωφορείο, κάπου στην Αθήνα ή οπουδήποτε αλλού… ( Δε βαριέσαι , παντού ο κόσμος ίδιος είναι…)
Νεκρική σιγή αν και γεμάτο από κόσμο, μεταφέρει τους ταλαιπωρημένους από τη δουλειά Αθηναίους, αργά. Το ψιλόβροχο και τα κορναρίσματα, μάλλον χαλάνε τη διάθεση ασυνείδητα. Θέσεις πιασμένες, άνθρωποι όρθιοι, κουβέντα καμία.
Η όρθια ηλικιωμένη κυρία με το πλατινέ μαλλί και το ζωγραφισμένο από ρυτίδες και μπογιά πρόσωπο, παίρνει την απόφαση να εκδηλώσει τον αγενή και ρατσιστικό μονόλογο της. Δέκτης της ακραίας συμπεριφοράς της, ένας μετανάστης (πιθανότατα από τη Νιγηρία, κρίνοντας από το βαθύ σκούρο χρώμα του) του οποίου το δεύτερο «λάθος» -το πρώτο ήταν που ήρθε στην Ελλάδα- ήταν ότι είχε θέση και καθόταν. Με ένα «κόσμιο» λοιπόν τρόπο, η πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας, του απευθύνει το λόγο.
-Σήκω να κάτσω!
-…
-Ε, βέβαια! Αφού σας μαζέψαμε όλους εδώ, εμείς φταίμε!
-…
-Κάνεις πως δεν ακούς? Τι δουλειά έχεις εδώ? Γέμισε ο τόπος από μαύρους και Αλβανούς! Σα δε ντρέπεστε λέω ‘γω!
-…
Filed under: Uncategorized | Tagged: Ανθρώπινα Δικαιώματα,Ρατσισμός | Leave a comment »