Αναδημοσίευση από το blog Τσοπάνος της Αράχωβας
Μπορεί στο πρώτο μου σημείωμα για τους ξωτάρηδες του Παρνασσού όλα να σας φανήκαν αψηλοκρέμαστα, ωραία, θαμαστά και εύκολα για τη ζωή των τσοπαναραίων, που ζούνε σιμά στη μυρωδάτη χιούτη των ελάτων, στην τροφαντή και πράσινη τη χλωρασιά, στου Παρνασσού την τόση λευτεριά, που όμοιά της έχουνε μονάχα τα πουλιά!
Κι όμως… τους έχω δει σε μακρινή και βασανιστική πορεία με τα πόδια,από της “ΓΟΣΤΣΙΑΣ” , της “ΑΚΟΝΑΣ”, του “ ΠΑΛΙΟΠΥΡΓΟΥ” και τ’ άλλα χειμαδιά να ανεβαίνουν , σαν ταπεινοί προσκυνητές, στου Παρνασσού τις αετοφωλιές, τα μαντριά !
Και πήγαινε μπροστά, κατάμπροστα, ο μπιστικός με το μουλάρι φορτωμένο καζάνια, καρδάρες και τσαντίλες, ξωπίσω τα πρόβατα, τα σπαηλίδικα κριάρια και τα σκυλιά, και παραπίσω οι πολυκαιρισμένοι , αγάλι – αγάλι, με τ’ αποδέλοιπα μουλάρια φορτωμένα τίγκα ως τη δεσιά του μπαλντιμιού, ντχάλες, βιδούρια, τρίφτες, τσουκαλοπίνακα, σκουτιά, κι όλα της φαμελιάς και της δουλειάς τα χρειασίδια!
Τους έχω δει κάτω απ’ τον έλατο να τους ξεπλένει αλύπητα η βροχή, τα σκουτιά τους να κολλάνε στο κορμί, λούνες τα μαλλιά τους κολλημένα στο μέτωπο, στο σβέρκο και στ’ αυτιά, κι αυτοί μ’ αφροντισιά να υπομένουν, ν’ αντέχουν και να υπερασπίζονται με όποιο τρόπο το μπορούν, στη λάκκα το κοπάδι τους, τη γη τους, το ψωμί!
Έχω ακούσει του τσέλιγκα τη φλογέρα, νότα τη νότα να στάζει το ροδόσταμα μες στην ψυχή, και έχω δει το μπιστικό με τέχνη να χορεύει, νιώθοντας έτσι το δέσιμο τ’ ανθρώπου με τη φύση και τη Μάνα γη! Θυμάμαι κάποτες ξενίστηκα σε μαντρί, και όλοι σηκώθηκαν η ώρα πέντε το πρωί, ν’ αρμέξουνε τα πρόβατα, και στο κατόπι ο τσέλιγκας κι ο μπιστικός, να φύγουνε για τη βοσκή.
Και η κυρά, του μαντριού η νοικοκυρά, Θεέ μου, πόση δουλειά! Να πλύνει, να ταγίσει τα παιδιά, το γάλα να σουρώσει, να το βράσει, να του μετρήσει τη θερμοκρασία, να του βάνει την πυτιά, να πήξει, να το κόψει και να το βάνει στην τσαντίλα. Και στο κατόπι να σαρώσει με σκούπα από σπαρτιά το μαντρί, τ’ αποκομμένα να ταγίσει με τριφύλλι ή κλαριά, καρπούς, να μαγειρέψει, να ‘ τοιμάσει… Το γιόμα ζύγωνε και θά‘ ρχονταν το κοπάδι, να το αρμέξουνε ξανά, να φάν’ οι άντρες και να πιούνε τον καπνό τους, και άντε πάλι στα ξέλακκα δουλειά!

«Το’ χει πιάσει η βαρβατίλα τ’, τσι θα τ’ αφήσουμ’ Ιούλη μήνα για μαρκάλου, για να ‘χουμ’ κουντά Χριστούγεννα τα γεννητούρια, τ’ αρνιά να πάρν’ τ’ απάνου τ’ς ως του Πάσχα !!!», ήρθε η απόκριση.
Άλλη μέρα πάλι σιμά της στάθηκα, την ώρα που’ φτιαχνε του Παρνασσού τις ξακουστές και νόστιμες ΦΟΡΜΑΓΕΛΕΣ! Την είδα να κόβει κομματάκια το τυρί και να το βράζει στο καζάνι με το τυρόγαλο, να το βάνει στα καλαθάκια , που’ χε πάνω στη σανίδα, να το στουπώνει, να το πιέζει καλά, και άντε πάλι τα καλαθάκια τώρα στο τυρόγαλο το ζεστό, το καφτερό, να το ξαναβράζει, τα χέρια της να καίγονται, να σκάζουν τα δαχτύλια της, κι αυτή να επιμένει, και στο κατόπι να το βγάζει απ’ το καλαθάκι και να το στήνει ολόρθο πάνω στη σανίδα, να το αλατίζει και να τ’ αφήνει, ώσπου να ξεραθεί ! Δουλειά με τέχνη, μαστοριά, και χαρακιές, σκασίματα στις απαλάμες, στα δαχτύλια !
Σήμερα ο Παρνασσός έχει χαραχτηριστεί Δρυμός, και πάει, χάθηκαν τα βοσκοτόπια, ξενομερίτες χτίσανε τα σπίτια τους, λιγόστεψαν και οι ξωτάρηδες, τι τα τυριά, τα κρέατα, το γάλα, τα φέρνουνε απόξω, και λιγοστά απόμειναν τα μαντριά! Παλιότερα, στρατιές ολάκερες τα κοπάδια ανέβαιναν στο βουνό, “ απ’ όπου του πάσα ενός του προύχε”, περνούσαν ακόμα και μέσ’ απ’ το χωριό ! Όλος ο τρόγυρος, όλα τα γυροχώρια, και απ’ τα πιο μακρύτερα, κι ας ήτανε η περιοχή μας με σκληρή γεωλογία και ηπειρωτική. Είχε ο Μέγας, κατάφυτος ο Παρνασσός, για όλα τα “πράματα” του κόσμου καταπράσινη και τροφαντή βοσκή !
Απ’ του Μαγιού στις 15 αρχίναγαν κι ερχόσαντε κόσμος, ντουνιάς ξωτάρηδες :
Απ’ την ΑΓΟΡΙΑΝΗ, ΣΟΥΒΑΛΑ, ΚΑΣΤΕΛΙΑ, ΑΤΑΛΑΝΤΗ, ΓΡΑΒΙΑ, ΠΑΥΛΙΑΝΗ, ΔΑΔΙ, ΔΑΥΛΕΙΑ, ΣΤΕΙΡΙ, ΔΕΣΦΙΝΑ, ΚΥΡΙΑΚΙ, ΔΙΣΤΟΜΟ, ΧΡΥΣΟ, ΜΑΥΡΟΝΕΡΙ, ακόμα κι από της Αττικής τη ΜΑΝΤΡΑ. Κι ότε που κάποιος γιόρταζε, πριν φύγουνε, για να γεννήσουνε τα πρώιμα, αχολογούσε, χαιρότανε κι ο Παρνασσός απ’ τη χαρά του κόσμου ! Τώρα… βγήκε απ’ τη σπηλιάδα της η μοναξιά, κι απ’ τις φουντοφωλιές τους περήφανοι αητοί πέτουνται απάνω απ’ τα ξωκκλήσια, τα καλοκαίρια με την αστροφεγγιά, έχει ‘ ρημώσει κι ο ΤΥΡΓΙΑΣ, και τα καρκάρια που βάζαν βαρέλια με τυριά και φορμαγέλες οι ξωτάρηδες…
θαρρώ… μας πήρε για τα καλά η κατηφοριά !
Όμως, φίλε μου, πρέπει να κόψω τη φούρια μου εδώ, κι ας τα’ χω γράψει βιαστικά, απανωτά, ίσως και τα μισά, τι η ξωτάρικη ζωή θέλει πολλές σελίδες , για ν’ ανιστορηθεί, και στα BLOGS δε γίνεται τον κόσμο να μπομπαρδίσεις μ’ ατέλειωτα γραφτά ! Πέστε, λοιπόν, αναβλεμματίσματα πως κάναμε στη ζωή των ξωτάρηδων, σ’ ένα ταξίδι της μιας μέρας στο Μέγα Παρνασσό, κι όσα μπορέσαμε ακούσαμε και είδανε τα μάτια μας τα καψερά !
ΥΓ1 : Ευχαριστώ τον παλιό ξωτάρη Γιώργη Ζ. Θωμά (Σούκερ) για τις πληροφορίες. Επίσης, τον Μήτσο Παναγάκο και τον Λουκά Παπαλεξανδρή για τις φωτογραφίες.
Πηγή: http://tsopanos.blogspot.com/2012/05/blog-post_8631.html#ixzz1w0B1AzOY
Filed under: Μνήμες | Tagged: Χρήστος Μαυρόπουλος |
Σχολιάστε