Τον καιρό που οι τράπεζες έκαναν πεζοδρόμιο…

Της Τζένης Κ.
Πριν από μερικά χρόνια οι τράπεζες συμπεριφέρονταν ως κοινά λιγούρια. Ήτανε σαβουροφάγες. Καμάκια αισχίστου είδους. Ενοχλούσαν με αλλεπάλληλες κλήσεις στο σπίτι και στη δουλειά τις πιο περίεργες ώρες. Έβρισκες τα ίχνη τους στη συσκευή σου κι αναρωτιόσουνα πότε εξελέγης βουλευτής και δεν το θυμάσαι. Γιατί μόνο ένας βουλευτής έχει τόση ζήτηση από άγνωστους ανθρώπους.
Σε ξυπνούσαν αξημέρωτα.  Σε σήκωναν απ’ το τραπέζι. Διέκοπταν ιερόσυλα τη μεταμεσημβρινή σου σιέστα. Καλούσαν επίμονα την ώρα που μιλούσες για τα προσωπικά σου ή για δουλειές και σ’ έκαναν ν’ αναρωτιέσαι αν υπάρχει περίπτωση να επιμένει κάποιος τόσο πολύ εν ώρα call waiting χωρίς να τίθεται θέμα ζωής και θανάτου.
Άπαξ και σ’ είχαν πιάσει μία φορά κορόιδο και σ’ είχαν, ήθελες δεν ήθελες, αναγκάσει να πληρώνεις το λογαριασμό του κινητού ή του ίντερνετ μέσω κάποιας μπάσταρδης πιστωτικής τους, σου έστελναν επιστολές για να σ’ ευχαριστήσουν για την άψογη συνεργασία μαζί σου και για να σου ανακοινώσουν ότι προτίθενται να ανεβάσουν το πιστωτικό όριο κάποιας δευτερεύουσας προεγκεκριμένης κάρτας, τον πιστωτικό χαρακτήρα της οποίας δε θα σκεφτόσουνα ποτέ να επικαλεστείς. Ταχυδρομούσαν επίσης προτυπωμένες επιταγές με ποσά κάμποσων μηδενικών που εμφανίζονταν έτοιμα να διατεθούν για την ικανοποίηση των καταναλωτικών σου φαντασιώσεων, μόνο και μόνο με την επίδειξη της αστυνομικής σου ταυτότητας. Ήξερες ότι το εισόδημά σου δε δικαιολογεί αυτή τη γαλαντομία αλλά κανείς δεν ενδιαφερόταν τότε για εχέγγυα. Η τράπεζα σε ποθούσε έτσι όπως ήσουνα. Με το φουστανάκι που φορούσες.
Αρέσει σε %d bloggers: