Θα διαβάσατε σε προηγούμενη ανάρτηση “Πηγές & Κρήνες” των Δελφών τη δράση με τίτλο «Φωνές νερού μυριάδες» για την ανάδειξη της σημασίας και της πολυδιάστατης αξίας του νερού στη ζωή των ανθρώπων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ενταγμένη στις εκδηλώσεις του Υπουργείου Πολιτισμού & Τουρισμού για το Περιβάλλον και τον Πολιτισμό.
Όσο μορφοποιούσα αυτή την ανάρτηση, μου ήρθε στο νου ένα άρθρο του αείμνηστου δάσκαλου Ηλία Λιάκου που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό «Αράχωβα» για τις βρύσες του δικού μας χωριού. Ξεφύλλισα τα τεύχη του περιοδικού που φυλάω στο σπίτι ως κόρη οφθαλμού και βρήκα το σχετικό άρθρο στο τεύχος Χειμώνας-Άνοιξη 1992. Σας το μεταφέρω να απολαύσετε τη γραφή του Δάσκαλου, να θυμηθείτε και να νοσταλγήσετε οι παλιότεροι τις βρύσες που είχε η Αράχωβα.
το κάμαν τρεις βρυσούλες.
Τη μια την πάνε στον Οντά,
την άλλη στ’ Αργαστήρια,
την τρίτη την καλύτερη
ψηλά στον Αη-Γιώργη.
Ούλες πλένουν και χαίρουνται,
πλένουν και τραγουδάνε
κι η Μαστροπαναγιώταινα
πλένει και καταριέται:
Ανάθεμα σας γέροντες,
γερόντοι Αραχωβίτες,
στοιχειώσατε τον άντρα μου
το Μαστροπαναγιώτη».
Έτσι με τραγούδαγε η γιαγιά μου τα ατέλειωτα χειμωνιάτικα βράδια μπρος στ’ αναμμένο τζάκι κι όταν τελείωνε το τραγούδι δεν παράλειπε να μου εξηγεί στερεότυπα: «Οντά λέγαν την Κονομόβρυση, γιατί είναι τρανή σαν κάμαρη, έτσι με τη βαθουλή καμάρα της… Τα Αργαστήρια είναι η αγορά, γιατί κει είναι μαζωμένοι όλοι οι τεχνίτες με τους καλφάδες τους και όλα τα μαγαζιά… Αη-Γιώργης είναι ο Αη-Γιώργης… Αυτού λοιπόν πρωτοπήγε το νερό της Γούρνας όταν το πρωτοφέραν στο χωριό κι όπως σου είπα στοιχειώσαν και το Μαστροπαναγιώτη, γιατί αλλιώς πώς να γίνει το νερό δε ‘ρχόταν, όπως δε στέργιωνε και το γιοφύρι της Άρτας. Αυτό όμως ταχεία το βράδυ… Να, όπως καθόταν, που λες, ο πρωτομάστορας και διάταζε τα καλφούδια, φτάσαν κι οι γεροί απ’ την Αράχωβα με ψωμόκρασο και μ’ ένα σωρό καλούδια τάχα. Κι όπως καθόταν ο πρωτομάστορας και διάταζε τα καλφούδια, παίρνει ένας γέρος το μυστρί, που το είχε αφημένο παράμερα και με τα δυο τ’ τα χέρια το μπήγει με ούλη τη δύναμη του ίσια κατά ίσια στην καρδιά, κει πόπεφτε ο ίσκιος του. Το βράδυ, σαν γυρίσαν στο χωριό μαθεύτηκε το χαμπέρι, στοιχειώσαν το Μαστροπαναγιώτη. Σε λίγες μέρες πέθανε, όμως το νερό ήρθε…».
Αυτές, που λες, ήταν οι πρώτες βρύσες. Δεν ήταν όμως και οι μοναδικές. Γιατί πριν φέρουν της Γούρνας το νερό ήταν οι πηγές, η βρύση του Αη-Γιάννη, του Κούκουρα, στο Πηγάδι και στον Πλακιώτη. Αργότερα το νερό της Χπατσιάς. Όσο όμως οι ανάγκες αυξανόντουσαν πλήθαιναν και οι βρύσες. Έτσι με το νερό που φέραν έγινε και η Πληκόβρυση, ο Αφανός, τα Ρίτσα, η Βρύση στον Αη-Ταξάρχη και το Κολόβρυσο. Αυτές ήταν βρύσες, δηλαδή χτισμένες με πέτρες που είχαν οπωσδήποτε κάλανο, πέτρα δηλαδή λαξεμένη κοίλη, γούρνα, για να πίνουν τα μουλάρια από εκεί και γενικά τα ζώα και μασούρι, ένα κομματάκι σωλήνα, για να πίνουν από κει οι άνθρωποι και να παίρνουν νερό οι νοικοκυράδες για τα σπίτια τους. Ποτέ όμως δεν είχα χορτάσει νερό, αν δεν έσκυβα στον κάλανο και να χώσω σχεδόν όλο το πρόσωπο μου μέσα και να πίνω, να πίνω, χωρίς ανασασμό.
Κι’ ύστερα να σηκώνομαι και να στραγγάει το νερό απ’ το πηγούνι μου και να σφουγκιέμαι με τ’ ανάστροφο της παλάμης μου.
Δεν είναι μονάχα ο κάλανος και το μασούρι, είναι και το χτίσιμο τους, που τις κάνει βρύσες με τα ούλα τους. Όλο αγκωνάρι καθαροπελέκι που ο τοίχος να μη χωράει τρίχα. Αν έχει δε και καμάρα από πάνω της, ε, τόσο σου φαίνεται, παρά δε το καλοκαίρι, ότι είναι τόσο μπούζι το νερό, που ξεδιψάς με δύο λαργκιωσιές. Σύρε πιε στην Κονομόβρυση ή στα Ρίτσα και θα με θυμηθείς. Και αυτές οι παπούδες τις έχουν χτίσει στα μεγάλα σταυροδρόμια, γιατί από δω περνάνε πλειότερα ζα και άνθρωποι. Οι άλλες είναι βρυσούλες, να μασούρια, που έχουν μονάχα ένα λιθάρι, δε λέω, σκαλισμένο και περίτεχνο κι εκείνο, αλλά να, δε χορταίνει το μάτι σου νερό και τ’ αφτί σου βρούξιμο.
Έχουν και μια λεκάνη χτιστή, που καλανάει μέσα το νερό, αλλά κει τι να πρωτοκάνεις… Έτσι και ξέγυρε λίγο το κόσκινο με τα λάχανα που πας να πλύνεις, σύρε μάζωτα. Άμα δε η άλλη αχάραγα έπλυνε πατσά -γιατί μονάχα τέτοια ώρα οι άπραγες κάνουν τέτοιες δουλειές, κρυφά απ’ ούλνους – τότε πέτα τα, θα πάρουν αποφορά. Eίν’ αυτό, για που δε ζυγώνει ούτε άνθρωπος. Κι ύστερα είν’ και τ’ άλλο. Πού να στεργιώσεις σκαφίδι και πού να κοπανίσεις δυο κορτσίδια… Αμ, ντε που θα μου ειπείς βρύσες και τα μασούρια. Μοναχά για να κρυώνει κανένα καρπούζι και να πηγαίνουν οι νιες με τον παφλένιο ντενεκέ ή με το χαλκωματένιο μέτρο να κουβαλάνε νερό για τα λελούδια και ν’ αργεί να γιομίσει, μπας και περάσει κανένας, – τάχα διψασμένος κι αυτός – και τις κρίνει να παραμερίσει για να πιει και να ειπεί και καμιά παραπανίσια κουβέντα. Άει, δεν ξέρεις εσύ…
Ύστερα άκουσες ποτέ στα μασούρια να τσακώνονται για την αράδα στο πλύσιμο; Δε λέω και πάλι, καμπόσες έχουν δίκιο. Στεργιώνεται η άλλη, π’ λες, βαίνει κούτσιρα, κόσκινα, σκαφίδια και αρχινάει απ’ αχάραγα και πλένει μαλλιά. Δε λέω, κορίτσι στην πόρτα έχει και θέλει προικιά, όμως ο κόσμος κάνει και λίγο νισάφι, σκέφτεται και την άλλη, έχει κι αυτή τις δουλειές της, έχει κι αυτή μια θράκα παιδιά. Να γι’ αυτό γίνονται οι καυγάδες στις βρύσες. Σε δυο τρεις όμως ημέρες — δεν είναι τίποτα αυτά — θα ματασμίξουν στη βρύση, θα καλημεριστούν κι όλα καλά καμωμένα, μέχρι να το φέρει η ανάποδη η ώρα να ματαγίνουν μαλλιά-κουβάρια νια το ποια θα κοπανίσει πρώτη, για ν’ αγαπηθούν και πάλι. Και όχι μόνο να αγαπηθούν, αλλά να πιάσουν και την κουβέντα και να ξομπλιάσουν όλο το χωριό, αυτές κι όσες έρθουν για νερό στο μεταξύ. Κι ας περιμένει ο άντρας αποσταμένος να πιει μια στάλα φρέσκο να ξεπλαντάξει…
Δώδεκα βρύσες είναι ούλες-ούλες, που λες, έξι στ’ απάνω το χωριό και έξι στο κάτω. ‘Ακου τες μία-μία με τα ονόματα των. Στ’ απάνω το χωριό, Πανόδρομα, το Σφαλάκι, η Πληκόβρυση, που τη λένε έτσι, γιατί κει γύρω τριγύρω όλο Πλητσαίοι μένουν, ο Αη-Γιώργης, η τρανύτερη απ’ ούλες με τρία καλάνια κι ένα μασούρι, η Κονομόβρυση, η πιο όμορφη απ’ τις άλλες, απ’ τους Κονομαίους, το Κολόβρυσο απ’ τους Κολοβαραίους και Τομαρόβρυση, στην αγορά, απ’ τους Τομαραίους. ‘Ακου τώρα και τα μασούρια. Αυτά τα λένε απ’ το καλύτερο σπίτι που είναι κοντότερα. Είναι λοιπόν στο Σφαλάκι στ’ Γουρνά, στ’ Ταλαγάνη, στ’ Μακαρούνα, στα Συραίικα, στ’ Σιμόγιαννου, στ’ Διουχαρόγιαννου, στς Σουλάρινας, το Βρυσάκι στα Τσακμακαίικα, στς Δρόσαινας, στ’ Γιαννακάκη, στς Ζαχαρίνας, στ’ Παπαλεξανδρή κι στ’ Σφυρή. Τώρα τελευταία φτιάξαν και στον Κούκουρα, κει στα Τσεκουραίικα με το νερό του Σαρκίνου, τα Πλατάνια με το νερό της Χπατσιάς και μία κειδά στ’ Κουτρουλού.
Άκου τις βρύσες στο κάτω το χωριό, κατόδρομα. Ο Αφανός, τα Ρίτσα, ο Αη-Ταξάρχης, ο Αη-Γιάννης, ο Πλακιώτης και ο Κούκουρας. Δω καμία δεν πήρε το όνομα της από αυτούς που μένουν τριγύρω. ‘Ακου και τα μασούρια. Είναι στην Κουμούλα, στου Τσακωνίτη, στ’ Μητσομπόνου, τ’ Παπακστόδουλου, το Πηγάδι και καταπατά η Πάνια. Αυτές είναι.
Τώρα γιατί το απάνω το χωριό έχει περισσότερες απ’ το κάτω δεν ξέρω. Φαίνεται όμως ότι οι Δήμαρχοι και οι Σύμβουλοι προσέχουν περισσότερο τους πανομαχαλιώτες, τους Κορομπλιάδες…
Και να ξέρεις και τούτο, πως στις δώδεκα τα μεσάνυχτα στην κάθε βρύση βγαίνει και μία νεράιδα. Άμα τύχει, να μην της κρίνεις, θα σου κλέψει τη λαλιά! Άντισε, που λες, και όπως κουβάλαγα — νια τότε κι εγώ — νερό για τα λελούδια, χωρίς να νογήσω πως με προπήρε η ώρα, και να μια ξωτικιά στην ΚονομόΒρυση, μέχρι κει πάνω, ξανθιά, με μάτια σαν κρασί, με χέρια κρούσταλλα, ξετράχηλη, με κάτι μαλλιά ξέπλεκα μέχρι κει κάτω, μάλαμα αφί. Και κει που έμεινα να την κοιτάζω της έκρινε η άλλη απ’ τον Αη-Γιώργη. Κυρά-Βασιλική, άιντε, θα πάμε, μας περιμένουν οι άλλες στον Κοσίνο, κάμε κάτω. Κι έκανε τον κατήφορο κι άστραφε ο τόπος όλος, όχι απ’ το φεγγάρι, από το γέλιο της κι από το πρόσωπο της. Άμα τύχει μην της κρίνεις. Άμα όμως μπορέσεις πάρε της το μαντήλι, θα σέρνεται κοντά σου, δικιά σου θα είναι…».
Κάθε που ανοίγω τη βρύση, έρχονται στ’ αφτιά μου τα λόγια της γιαγιάς μου. «.. Αν έχει δε και καμάρα από πάνω της, ε, τότε σου φαίνεται, παρά δε το καλοκαίρι, ότι είναι τόσο μπούζι το νερό, που ξεδιψάς με δυο λαργκωσιές. Σύρε στην Κονομόβρυση ή στα Ρίτσα και θα με θυμηθείς». Αλλά γιατί να πάω. Το νερό είναι τώρα μέσα στο σπίτι μου. Έτσι κάνω κι όσο θέλω. Δε θα ξανακούσω όμως τo γνωστό ήχο του κόπανου στη βρύση, ούτε του νερού το βρούξιμο και το κελάρισμα στ’ αυλάκι, ούτε τους καυγάδες ούτε ξόμπλια και τις πομπές. Και δεν έχασα μόνο αυτά. Το χειρότερο είναι που δεν υπάρχει βρύση πια, μπας και συντύχαινα τα μεσάνυχτα καμιά νεράιδα και της άρπαζα το μαντήλι…
Λιάκουρας
Πηγή: Περιοδικό «Αράχωβα», τεύχος Χειμώνας-Άνοιξη 1992.
Η έκδοση αυτού περιοδικού ήταν καταπληκτική δουλειά και μακάρι κάποια στιγμή ο θησαυρός που υπάρχει στις σελίδες του να ψηφιοποιηθεί ώστε να γίνει εύκολα προσβάσιμο στο διαδίκτυο απ΄όλους. Από τη μεριά μου, όσο μπορώ και μου επιτρέπεται, θα μεταφέρω κάποια άρθρα στο Αράχωβας blog, με την άδεια πάντα της συντακτικής ομάδας του περιοδικού, όπως έκανα και τώρα.
Filed under: Κοινωνία,Πολιτισμός,Υποδομές | Tagged: Βρύσες της Αράχωβας,Ηλίας Λιάκος |
Σχολιάστε