Η ησυχία μετά το «χάλασμα» είναι μελαγχολική. Έτσι τη βίωνα πάντα όταν ζούσα το πανηγυράκι από κοντά και τις τρεις μέρες. Η σημερινή όμως μέρα είναι διαφορετική και με άλλη διάθεση θέλω να εκφράσω έναν προβληματισμό. Συγχωράτε με αν φανώ κακός, δεν έχω τέτοια πρόθεση.
Βλέπω χρόνο με το χρόνο να πληθαίνουν οι πολεμικές εξαρτήσεις (σελάχια, φυσιγγιοθήκες κλπ) ως αξεσουάρ της παραδοσιακής στολής. Άνθρωποι έρχονται στην εκκλησιά ζωσμένοι με παλάσκες. Αναρωτιέμαι, τι δουλειά έχουν όλα αυτά με μια κορυφαία λατρευτική ειρηνική γιορτή; Γιατί πρέπει να πάει κανείς στον Άγιο ζωσμένος με κουμπούρια;
Στα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι μονάχα έναν συμπαθή αλλά γραφικό γείτονα που έφερε τέτοια εξάρτηση. Τώρα οι γραφικοί γίνανε αρκετοί.
Filed under: Έθιμα | Tagged: Κουμπούρια,Παραδοσιακή φορεσιά,Πανηγυράκι,Σελάχι |
To πανηγυράκι είναι μια ειρηνική λατρευτική εορτή μεν, είναι όμως και άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορική μάχη που έγινε στην Αράχωβα το 1826 όπου ο αφέντης Αϊ Γιώργης οδήγησε τους Έλληνες στο να κατατροπώσουν τους τουρκαλβανούς κι έκτοτε πήρε και εθνικό χαρακτήρα…..
Γι’αυτό λοιπόν κάθε μέρα χτυπούν τα κανόνια, στην περιφορά τις ιερής εικόνας υπάρχει το λάβαρο της επανάστασης, την τρίτη μέρα γίνεται δέηση στο μνημείο του Γ. Καραϊσκάκη κτλ.
Ετσι πιστεύω πως και τα παραδοσιακά σελάχια, κουμπούρια κτλ. (μερικά εκ των οποιών έχουν πολεμίσει κιολας) έχουν θέση στο πανηγύρι, πάντα όμως με μέτρο. Εκεί που δεν συμφωνώ κι εγώ, είναι τα κυνηγιτικά όπλα, τα φυσίγγια και τα περίστροφα….
Αφήστε την παράδοση να αντέξει μέσα στον χρόνο!
Ασφαλώς και η γιορτή του Αΐ-Γιώργη είναι μια εθνικοθρησκευτική γιορτή και ως τέτοια ίσως να δικαιολογεί και την «παρουσία» κουμπουριών… Παρ’ όλα αυτά ο «ατυχής» τρόπος με τον οποίο έκαναν την παρουσία τους τα τελευταία χρόνια θυμίζει μάλλον φολκλόρ και τουριστική ατραξιόν. Πράγματα τα οποία η Αράχωβα δεν τα έχει ανάγκη. Δεν έχουν καμιά σχέση με την παράδοση της γιορτής όπως τουλάχιστον την ξέρουμε τα τελευταία 40 χρόνια.
Υπάρχει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην παράδοση και το φολκλόρ , που αν διαταραχτεί περνάμε αυτόματα στο ψεύτικο , στο πλαστικό , στο γελοίο. Η μαγκούρα μέσα στα ροζιασμένα χέρια ενός γέροντα είναι ένα αντικείμενο σεβασμού , ένα στοιχείο της παράδοσής μας . Αν τη δεις όμως να φιγουράρει στα πανέρια πολλών καταστημάτων του χωριού μας , πιάνοντας μάλιστα και το χώρο του πεζοδρομίου , θυμίζει , σ’ εμένα τουλάχιστον , «τζατζίκι , σουβλάκι και συρτάκι ντανς».
Έλεος !